θυτήρ

θυτήρ
θυτήρ, -ήρος, ὁ (Α) [θύω (I)]
αυτός που θυσιάζει, ο θύτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυτήρ — sacrificer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτῆρα — θυτήρ sacrificer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτῆρες — θυτήρ sacrificer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτῆρι — θυτήρ sacrificer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτῆρος — θυτήρ sacrificer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτήρων — θυτήρ sacrificer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύτα — θύτᾱ , θύτης sacrificer masc nom/voc/acc dual θύτης sacrificer masc voc sg θύτᾱ , θύτης sacrificer masc gen sg (doric aeolic) θύτης sacrificer masc nom sg (epic) θύτᾱ , θυτήρ sacrificer masc nom/voc/acc dual θυτήρ sacrificer masc voc sg θύτᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύται — θύτης sacrificer masc nom/voc pl θύτᾱͅ , θύτης sacrificer masc dat sg (doric aeolic) θυτήρ sacrificer masc nom/voc pl θύτᾱͅ , θυτήρ sacrificer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύτας — θύτᾱς , θύτης sacrificer masc acc pl θύτᾱς , θύτης sacrificer masc nom sg (epic doric aeolic) θύτᾱς , θυτήρ sacrificer masc acc pl θύτᾱς , θυτήρ sacrificer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστάς — θυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία, θυσιαστήρια, θυτική (α. «θυστάδος βοῆς» τής κραυγής που ακούγεται κατά την προσφορά θυσίας, Αισχύλ. β. «θυστάδες λιταί» προσευχές θυσιαστήριες, προσευχές που συνοδεύουν θυσία, Σοφ.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”